- πολυγυρεμένος
- -η, -ο, Νεκείνος που τόν γυρεύουν πολλοί, περιζήτητος2. (για γυναίκα) αυτή που τής έχουν γίνει πολλές προτάσεις γάμου («γαμπροί τής νύφης μας τής πολυγυρεμένης», Γρυπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γυρεμένος (< γυρεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.